συλλυπητήριος

συλλυπητήριος
ος, ο[ν] выражающий соболезнование, сочувствие;

συλλυπητήριοςο τηλεγράφημα — телеграмма с выражением соболезнования х


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συλλυπητήριος" в других словарях:

  • συλλυπητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που χρησιμοποιείται για να εκφράσει κανείς τη λύπη του μαζί με άλλους για ένα δυσάρεστο γεγονός, ιδίως τη συμμετοχή του σε πένθος («συλλυπητήριο τηλεγράφημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συλλυπητήρια λόγια, παρηγορητικές… …   Dictionary of Greek

  • συλλυπητήριος — α, ο αυτός που αναφέρεται σε κάτι με το οποίο εκφράζουμε τη λύπη μας σε κάποιον: Έστειλε στους συγγενείς του νεκρού συλλυπητήριο τηλεγράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»